απαράγραπτος

απαράγραπτος
-η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραγράψει, να καταργήσει: Ο ελληνισμός έχει απαράγραπτα δικαιώματα στο Αιγαίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απαράγραπτος — η, ο (Α ἀπαράγραπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραγραφεί ή να αγνοηθεί, ο αναφαίρετος, ο απαράβατος …   Dictionary of Greek

  • αδιάγραπτος — και φτος, η, ο [διαγράφω] αυτός που δεν διαγράφτηκε ή δεν μπορεί να διαγραφτεί, απαράγραπτος, ακατάλυτος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊԱԿԱՍԱԳԻՐ — ( ) NBH 1 0225 Chronological Sequence: 8c ա. Անթերի յօրինուածով գծագրեալ. *Աստուածատեսակ առաքինութեանն անպակասագիր նկարագրութիւնն բարւոք նմանութեամբ. Դիոն. եկեղ. ՟Դ. յն. ἁπαράγραπτος զոր ոմանք իմանան իբր ἁπαράγραφος այսինքն անպարագիր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”